- υπνωτίζω
- υπνώτισα, υπνωτίστηκα, υπνωτισμένος1. αποκοιμίζω κάποιον με τεχνητά μέσα, με ύπνωση.2. μτφ., κάνω κάποιον τυφλό όργανο των θελήσεών μου, τον αφιονίζω.3. μτφ., βαυκαλίζω κάποιον με υποσχέσεις, τον αποκοιμίζω.4. το παθ., υπνωτίζομαι είμαι επιδεκτικός υπνωτισμού, μπορούν να με υπνωτίσουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.